- ἁλοφόρος
- ἁλοφόρος, ὁ,A one who conveys salt, Jahresh. 7 Beibl.44, cf. ib.18 Beibl. 287 (Ephesus, i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλοφόρος — ἁλοφόρος, ο (Α) μεταφορέας αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… … Dictionary of Greek